-
1 χαροπός
A fierce,λέοντες Od.11.611
, h.Merc. 569, IG42(1).131.12 (Epid.); ; ; κύνα, of Hecuba, Lyr.Adesp. 101; (lyr.); χαροποῖσι πιθήκοις ( παρὰ προσδοκίαν for λέουσι, in an oracle alluding to the Spartans) Ar. Pax 1065 (hex.); of serpents, AP10.22 ([place name] Bianor); grim,Ἄρης IG9(1).868.1
(Corc., vii/vi B. C., nisi leg. Χάροπος, gen. of Χάροψ) ; γένεια, of bears, Nonn.D.5.363; κεραῖαι, of a bull, ib.40.52; γενειάδες, of dogs, ib. 307. Adv. - πῶς Sch.Opp.C.3.510.2 of eyes, flashing, bright,βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.Her. 12a
.1;τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.Im.1.23
;χ. βλέμματος ἀστεροπαί AP5.152
(Asclep.), cf. 155 (Mel.);ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25
; ὄμμα χ., typical of a brave man, Arist.Phgn. 807b1; of persons, flashing-eyed, φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (sc. ἡ Ἀθηνᾶ) Luc.DDeor.19.1: neut. as Adv.,χαροπὸν βλέπειν Philostr.Im.1.28
; χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί (of the hare) Opp.C.3.510 (regul. Adv. - πῶς Sch. ad loc.).b glassy, glazed, dull, of the eyes of winedrinkers, Al.Ge.49.12 (χαροποιοὶ.. ὑπὲρ οἶνον, v.l. ἀπὸ οἴνου, LXX l.c., s. v.l.), Sm.Pr.23.29 (πελιοὶ LXX
l.c.).3 of one of the chief eye-colours in men and animals, perh. bluish-grey, distd. fr. μέλας, γλαυκός, and αἰγωπός, Arist.HA 492a3, GA 779b14;τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.DMort.1.3
; of persons, bluish-grey-eyed PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.Im.2.5, al.; of horses, Opp.C.1.310, 4.113; of dogs, X.Cyn.3.3, Arr.Cyn.5.1 (prob.), Gp.19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of παρδάλεις, Eust. 1703.29; opp. μελανόφθαλμος, S.E.M.7.198; persons with this eyecolour are φθινώδεες acc. to Hp.Epid.3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, γλαυκός). Adv. [comp] Comp. -ώτερον, μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.4 of the sea, bluish-grey, grey,χαροποῖο θαλάσσης Orph.Fr.245.21
, cf. A. 272, [S.] Fr.1126.3, AP12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), Anacreont. 53.30, Nonn.D.4.187, al.; of the dawn,χ. ἠώς A.R.1.1280
; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337;πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d
; of certain stars,χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394
, cf. 594.5 metaph., grey, ὑπὸ σὸν (sc. τῆς Νεμέσεως)τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.Nem.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαροπός
См. также в других словарях:
ραμνούσιος — α, ο / ῥαμνούσιος, ία, ον, θηλ. και Ῥαμνουσίς, ίδος, και Ῥαμνουσιάς, άδος, Α [Ῥαμνοῡς, οῡντος] 1. αυτός που ανήκει στον δήμο Ραμνούντος ή κατάγεται από αυτόν 2. ως κύριο όν. ο κάτοικος τού Ραμνούντος 3. το θηλ. α) προσωνυμία τής Νεμέσεως («ἐν… … Dictionary of Greek
ούπις — Επίκληση θεών στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι Δωριείς χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα την επίκληση Ώπις. 1. Αναφέρεται στη θεά Άρτεμη. Με το επίθετο αυτό τη λάτρευαν στην Τροιζήνα, ψάλλοντας για να την τιμήσουν τις ούπιγγες (ύμνοι). Ούπιγγες στην… … Dictionary of Greek
προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… … Dictionary of Greek
Ιχναίος — Ἰχναῑος, ία, ον (Α) 1. (επίθ. τής Θέμιδος και τής Νεμέσεως) αυτός που παρακολουθεί τα ίχνη 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Ίχναι τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να προέρχεται είτε από τον τ. ἴχνος από το τοπωνύμιο Ἴχναι] … Dictionary of Greek
Νεμέσεια — και Νεμέσια, τὰ (Α) [Νέμεσις] εορτή τής Νεμέσεως που γινόταν προς τιμήν τών νεκρών … Dictionary of Greek
Νεμεσείον — Νεμεσεῑον και Νεμέσιον, τὸ (ΑΜ) [Νέμεσις] ο ναός τής Νεμέσεως … Dictionary of Greek