Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τῆς Νεμέσεως

См. также в других словарях:

  • ραμνούσιος — α, ο / ῥαμνούσιος, ία, ον, θηλ. και Ῥαμνουσίς, ίδος, και Ῥαμνουσιάς, άδος, Α [Ῥαμνοῡς, οῡντος] 1. αυτός που ανήκει στον δήμο Ραμνούντος ή κατάγεται από αυτόν 2. ως κύριο όν. ο κάτοικος τού Ραμνούντος 3. το θηλ. α) προσωνυμία τής Νεμέσεως («ἐν… …   Dictionary of Greek

  • ούπις — Επίκληση θεών στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι Δωριείς χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα την επίκληση Ώπις. 1. Αναφέρεται στη θεά Άρτεμη. Με το επίθετο αυτό τη λάτρευαν στην Τροιζήνα, ψάλλοντας για να την τιμήσουν τις ούπιγγες (ύμνοι). Ούπιγγες στην… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Ιχναίος — Ἰχναῑος, ία, ον (Α) 1. (επίθ. τής Θέμιδος και τής Νεμέσεως) αυτός που παρακολουθεί τα ίχνη 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Ίχναι τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να προέρχεται είτε από τον τ. ἴχνος από το τοπωνύμιο Ἴχναι] …   Dictionary of Greek

  • Νεμέσεια — και Νεμέσια, τὰ (Α) [Νέμεσις] εορτή τής Νεμέσεως που γινόταν προς τιμήν τών νεκρών …   Dictionary of Greek

  • Νεμεσείον — Νεμεσεῑον και Νεμέσιον, τὸ (ΑΜ) [Νέμεσις] ο ναός τής Νεμέσεως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»